Με τον όρο Σύνδρομο Chiari εννοούμε μια ομάδα παθήσεων που έχουν ως σημείο αναφοράς την ανατομική διαταραχή της θέσης του κατώτερου τμήματος του εγκεφάλου και της παρεγκεφαλίδας. Έτσι, μπορεί ένα μέρος της παρεγκεφαλίδας να βρίσκεται εκτός του κρανίου, μεταναστεύοντας προς τα κάτω στην κρανιο-αυχενική συμβολή, πιέζοντας έτσι τον νωτιαίο μυελό. Υπάρχουν 4 διαβαθμίσεις στην έκτοπη θέση των ανατομικών στοιχείων. Η διαταραχή αυτή, συνήθως συνοδεύεται και με διαταραχή της κυκλοφορίας του εγκεφαλονωτιαίου υγρού, γύρω και μέσα στον νωτιαίο μυελό ή και τον εγκέφαλο. Με τη χρήση της μαγνητικής τομογραφίας μπορούμε να διαγνώσουμε τη διαταραχή αυτή. Κλινικά, στο σύνδρομο Chiari I, που είναι και το συχνότερο, μπορεί να υπάρχει ισχυρή κεφαλαλγία, συμπτώματα από τα άνω και κάτω άκρα, διαταραχή της αίσθησης του ζεστού και του κρύου, αστάθεια βάδισης, διαταραχές της ούρησης και αφόδευσης και άλλα. Μερικές φορές το σύνδρομο αυτό συνοδεύεται κι από άλλες διαταραχές όπως σκολίωση της σπονδυλικής στήλης.
Η συριγγομυελία αφορά την υπερβολική ποσότητα εγκεφαλονωτιαίου υγρού μέσα στο κέντρο του νωτιαίου μυελού. Τα συμπτώματα είναι παρόμοια με αυτά του συνδρόμου Chiari, δεδομένου ότι οι δυο αυτές καταστάσεις μπορεί να συνυπάρχουν (σχέση αιτίου-αποτελέσματος). Συριγγομυελία μπορεί επίσης να δημιουργηθεί και μετά από τραυματισμό του νωτιαίου μυελού (κακώσεις, ισχαιμία).
Το σύνδρομο Chiari αντιμετωπίζεται με χειρουργική επέμβαση, με τομή στο πίσω μέρος του αυχένα. Γίνεται τομή της σκληράς μήνιγγας και δημιουργείται επιπλέον ανατομικός χώρος για τη κυκλοφορία και παροχέτευση του εγκεφαλονωτιαίου υγρού. Η επέμβαση γίνεται φυσικά υπό ολική αναισθησία, διαρκεί περίπου 2 ώρες και απαιτείται παραμονή στο νοσοκομείο για 4-5 μέρες. Με τη βαθμιαία εξισορρόπηση της κυκλοφορίας του εγκεφαλονωτιαίου υγρού, τα συμπτώματα βαθμιαία υποχωρούν, ενώ μπορεί και να υποχωρήσει και η συριγγομυελία. Στην περίπτωση της μετατραυματικής συριγγομυελίας, δυστυχώς η πορεία μπορεί να μην είναι εξίσου καλή και αντιμετωπίζεται πιο δύσκολα. Ακόμη και η παροχέτευση του εγκεφαλονωτιαίου υγρού μπορεί να μην έχει τα επιθυμητά κλινικά αποτελέσματα σε πολλές περιπτώσεις.