Όταν ο ασθενής αρχίσει να ξυπνά, οι διεργασίες της σκέψης (γνωσιακές λειτουργίες) αρχίζουν να γίνονται ορατές και μπορούν να εκτιμηθούν. Οι ασθενείς συνήθως ξυπνούν πολύ βαθμιαία. Η πρόοδος γίνεται με αργά βήματα που απαιτούν χρόνο. Μικρής έντασης ελεγχόμενα ερεθίσματα, όπως η ομιλία, η αφή, ήχοι, ή οπτικά ερεθίσματα είναι πιο ωφέλιμα από τα μεγάλης διάρκειας ερεθίσματα, τα οποία προκαλούν σύγχυση στον ασθενή.
Κάθε ασθενής κάνει προόδους με καθαρά εξατομικευμένους ρυθμούς, περνώντας από αυτά τα στάδια με ρυθμούς που εξαρτώνται από την σοβαρότητα της βλάβης. Η πρόοδος αυτή μπορεί να απαιτήσει μέρες, βδομάδες, μήνες ή χρόνια. Μπορεί επίσης να μην υπάρξει πρόοδος και ο ασθενής να παραμείνει με ανοιχτά μάτια, αλλά χωρίς ειδικές αντιδράσεις για τα ερεθίσματα του περιβάλλοντος («φυτική κατάσταση»). Όσο περισσότερο διαρκεί αυτή, τόσο μειώνονται οι πιθανότητες για ανάρρωση.
Όσο ο ασθενής προοδεύει στην ανάρρωση, μπορεί να διαπιστωθούν και κάποια μόνιμα προβλήματα (υπολειμματικές βλάβες). Το είδος και η σοβαρότητα αυτών ποικίλλουν ανάλογα με την έκταση της βλάβης του εγκεφάλου.